- αργιόδους
- ἀργιόδους κ. ἀργιόδων (-οντος), ο, η (Α)αυτός που έχει λευκά, αστραφτερά δόντια.[ΕΤΥΜΟΛ. αργιόδους < αργι -* + -οδους < οδούς (-όντος) (πρβλ. αραιόδους, μεγαλόδους κ.ά.) και αργιόδων < αργι -* + -οδων < οδών, (-όντος) (πρβλ. καρχαρόδων, κυνόδων, κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.