αργιόδους

αργιόδους
ἀργιόδους κ. ἀργιόδων (-οντος), ο, η (Α)
αυτός που έχει λευκά, αστραφτερά δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. αργιόδους < αργι -* + -οδους < οδούς (-όντος) (πρβλ. αραιόδους, μεγαλόδους κ.ά.) και αργιόδων < αργι -* + -οδων < οδών, (-όντος) (πρβλ. καρχαρόδων, κυνόδων, κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀργιόδους — white toothed masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιοδόντων — ἀργιόδους white toothed masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιόδοντα — ἀργιόδους white toothed masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιόδοντας — ἀργιόδους white toothed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιόδοντες — ἀργιόδους white toothed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιόδοντι — ἀργιόδους white toothed masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιόδοντος — ἀργιόδους white toothed masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιόδουσι — ἀργιόδους white toothed masc/fem dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιόδουσιν — ἀργιόδους white toothed masc/fem dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργι- — με τη μορφή αργι εμφανίζεται ως α συνθετικό αρχαίων σύνθετων λέξεων το ομηρ. επίθετο αργός* (Ι), κυρίως με τη σημασία «στιλπνός, λαμπρός» (πρβλ. αργικέραυνος) αλλά και με τη σημασία «ταχύς, γρήγορος» (πρβλ. αργίπους). Εντύπωση στη σύνθεση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”